γυφτάκι

γυφτάκι
το
1. μικρός γύφτος.
2. μτφ., μελαχρινό παιδί.
3. μτφ., παιδί βρόμικο και αφρόντιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος 2. παιδί μελαχροινό, ατημέλητο και βρόμικο …   Dictionary of Greek

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτόπουλο — το 1. παιδί γύφτου 2. το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”